- κουντουράς
- ο [κουντούρα]αυτός που κατασκευάζει κουντούρες, παπουτσής, υποδηματοποιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κουντουράς, Μιλτιάδης — (Σκόπελος Λέσβου 1889 – 1940). Φιλόλογος και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διορίστηκε καθηγητής στην Εμπορική Σχολή της Χίου και μετά στο γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Το 1923 πήγε στη Γερμανία, όπου έμεινε τρία χρόνια και… … Dictionary of Greek
κουντουράς — ο υποδηματοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουντουράδικο — το [κουντουράς] το εργαστήριο τού κουντουρά, υποδηματοποιείο … Dictionary of Greek